-
1 ήγά-θεος
ήγά-θεος, η, ον (ἄγαν, vgl. ζάϑεος), sehr göttlich, heilig; so nennt Hom. Länder u. Städte, die unter besonderm göttlichem Schutze standen, bes. Πύλος, Il. 1, 252, oft in der Od., Λῆμνος, Il. 2, 702, Νυσήϊον, 6, 133; so auch Pind., Πυϑών P. 9, 71; sp. D.; χῶρος Ap. Rh. 3, 981; γενέϑλη Christod. ecphr. 404. Hesych. erkl. πάνυ ϑεῖος.
См. также в других словарях:
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek